Για μέρες ο γενναίος ιππότης προχωρούσε μέχρι την άγρια σπηλιά του δράκου. Η αποστολή του ήταν δύσκολη αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Έπρεπε να φέρει πίσω στο βασίλειο την όμορφη βασιλοπούλα, όπως του ζήτησε ο βασιλιάς. Έτσι οπλίστηκε με θάρρος και προχώρησε με αποφασιστικότητα προς τη σπηλιά. Ο τεράστιος δράκος καθόταν εκεί και έκλεινε την σπηλαιώδη είσοδο. Ρουθούνιζε θειάφι και μόλις αντιλήφθηκε τον ιππότη στηρίχτηκε στα τεράστια πόδια του και κινήθηκε προς το μέρος του.
- Ήρθες; είπε με την βαριά φωνή του ο δράκος.
- Είμαι εδώ, απάντησε ο ιππότης ατρόμητος.
- Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις; απείλησε ο δράκος.
- Είναι το χρέος μου, του αντιγύρισε ο ιππότης με το αστραφτερό σπαθί.
- Ναι, ρε φίλε, αλλά άργησες.
- Τι λες, μωρέ; Εσύ θα βιαζόσουν;
- Καλά, ρε παιδί μου, σε καταλαβαίνω. Αλλά και’ γω έκανα μια συμφωνία. Είπαμε με τον βασιλιά θα πάρω τρία σεντούκια με χρυσό και ένα σακούλι διαμάντια για να κρατήσω την μικρή για λίγο. «Πάρτην για λίγο, βρε. Και δε θα βγεις ζημιωμένος. Ε! Τι με το αζημίωτο θα στην φόρτωνα». Έτσι μου είπε ο βασιλιάς και γι’ αυτό δέχτηκα.
- Έχεις και’ συ τα δίκια σου. Λοιπόν; Που είναι;
- Έχεις τρελαθεί τελείως; Θες να σου την δώσω χωρίς μάχη; Κοίτα, σε συμπάθησα. Αν δε θες ν’ ακούς για την υπόλοιπη ζωή σου απίστευτη γκρίνια…Πρέπει να την δουλέψουμε, να προσποιηθούμε ότι παλεύουμε και ότι με νίκησες. Θα έχεις για λίγο το κεφάλι σου ήσυχο.
- Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου. Τι εννοείς όταν λες για το υπόλοιπο της ζωής μου;
- Τι; Δε στο είπανε;
- Εγώ σε ένα τουρνουά πήρα μέρος και απ’ ότι βλέπεις… έχασα.
- Μα θα πρέπει να την παντρευτείς. Και θα πάρεις το μισό βασίλειο.
- Να το χέσω το βασίλειο. Είπαμε να τραβολογιέμαι στην ερημιά, να ανεβαίνω βουνά με την γαμοπανοπλία, ν’ ανέχομαι την γκρίνια της στην διαδρομή. Αλλά να την φάω στη μάπα για πάντα! Για μαλάκα με περάσανε; Την κοπανάω.
- Ώπα, ρε φίλε. Κάτσε, εγώ την έφαγα στην μάπα τρία χρόνια τώρα. Σε παρακαλώ μην μ’ αφήνεις έτσι. Θα τρελαθώ.
- Και για να μην τρελαθείς εσύ θα την φορτωθώ εγώ;
- Άκου να σου πω. Ή θα την πάρεις ή θα στην δώσω με το ζόρι.
- Και πώς θα το κάνεις αυτό, ρε βαρύμαγκα;
- Ρε, κάνε την δουλειά σου μην έχουμε σύρε-ξέσυρε.
- Καλύτερα νεκρός παρά γαμπρός.
Το σπαθί του ιππότη ανέμισε στον αέρα καθώς ο δράκος έφτυνε καυτή λάβα. Η μάχη ήταν ανελέητη. Ο ιππότης πάλευε να αποφύγει να σκοτώσει τον δράκο και ο δράκος στόχευε πολύ προσεκτικά.
- Ναι, αλλά δεν θα τελειώσουμε έτσι, φώναξε ασθμαίνοντας ο ιππότης.
- Άκου να σου πω. Εγώ δεν πρόκειται να σε σκοτώσω. Είσαι με τα καλά σου; Και να μου μείνει μετά αμανάτι;
- Ε, και τι θα κάνουμε;
- Κάτι σκέφτηκα. Θα την πάρεις τώρα εσύ. Εγώ θα πάω σε μια γνωστή μου μάγισσα, την μητριά της Χιονάτης.
- Και τι θα γίνει;
- Ξέρεις τι τραβάγανε στο παλάτι με την Χιονάτη; Καπρίτσια και απαιτήσεις. Άστα, δράμα. Είδε και αποείδε ο πατέρας, βρήκε την μάγισσα που της έδωσε ένα μήλο και ταβλιάστηκε.
- Πω, κάτι είχα ακούσει. Και εκείνος ο άτυχος ο πρίγκιπας…
- Καλό παλικάρι. Και τώρα; Αλκοολικός.
- Και θα πάρεις ένα τέτοιο μήλο; Μα δεν είναι φόνος;
- Ε! Δε θα πεθάνει κιόλας. Άμα μπλέξεις και πρέπει να την ξυπνήσεις της δίνεις ένα πεταχτό φιλί και όλα καλά.
- Είσαι πολύ εντάξει, ρε δράκε; Ευχαριστώ.
- Εγώ ευχαριστώ που έκανες τον κόπο να έρθεις ως εδώ. Λοιπόν, να συνεχίσουμε την μάχη να τελειώνουμε;