Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

O κακός κάδος

Στεκόταν για χρόνια εκεί. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του βρισκόταν ακίνητος σε εκείνη την μοναχική γωνία χωρίς να μπορεί να μετακινηθεί από το σημείο που ζούσε. Το όνομά του ήταν Δήμος, Δήμος Ζωγράφου. Ήταν μεταλλικός και είχε ένα πράσινο πλαστικό καπάκι.
Κάθε μέρα άνθρωποι περνούσαν και τον ταΐζανε με τα σκουπίδια τους. Κατάπινε αχόρταγα μεγάλες και μικρές πολύχρωμες σακούλες. Για αρκετό καιρό του φαινόταν σαν καραμέλες με γέμιση.
Η υπέροχη ζωή του, όμως, γινόταν εφιάλτης όταν έπεφτε η νύχτα. Οι δρόμοι άδειαζαν και τότε άκουγε από μακριά τον ήχο που έκανε τα μεταλλικά του μέρη να τρέμουν. Ήταν ένας τρομαχτικός κρότος καθώς πλησίαζε προς την μεριά του. Ήξερε ότι κάπου, σε κάποιο άλλο στενό κάποιος άλλος κάδος υποφέρει. Και τότε έβλεπε τα φώτα να στρίβουν και σφιγγόταν. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Από την τεράστια σκουπιδιάρα κατέβαιναν άνδρες με σκοτεινά πρόσωπα. Τον τράβαγαν και τον έβαζαν στον ανυψωτή. Το μηχάνημα σηκωνόταν και τον ταρακουνούσε με δύναμη για να αδειάσει όσα είχε φάει όλη τη μέρα.
Αυτό το καθημερινό μαρτύριο τον έκανε πιο σκληρό. Οι γρατζουνιές από το βασανισμό φαινόταν πάνω του. Δεν τον καθάριζε ποτέ κανένας και συνεχώς βρωμούσε. Όλα αυτά τον εκνεύριζαν πάρα πολύ και τον έκαναν δύστροπο. Και ήρθε μια μέρα που οι σακούλες δε του έμοιαζαν πια καραμέλες και βαρέθηκε να τις τρώει. Ήθελε να αλλάξει την καθημερινή του τροφή. Και βρήκε τι ήθελε να φάει.
Κοντά στο κάδο υπήρχε ένα σχολείο. Και κάθε μέρα περνούσαν από μπροστά του μικρά παιδάκια που φώναζαν και γελούσαν. Και εκείνος ζήλευε πολύ. Τα ζήλευε που ήταν τόσο χαριτωμένα και ανέμελα. Και που το βράδυ κανείς δεν ερχόταν να τα ταρακουνήσει μέχρι να βγάλουν όσα έφαγαν. Και αποφάσισε ότι από εδώ και πέρα δε θα έτρωγε τίποτε άλλο παρά μόνο παιδάκια.
Ήξερε ότι πολλά παιδάκια ξεκινούσαν πολύ νωρίς για το σχολείο. Συνήθως φορούσαν χοντρά γυαλιά και κουβαλούσαν περισσότερα βιβλία απ’ όσα τα άλλα παιδιά. Ένα από αυτά τα παιδιά πέρασε μια μέρα πολύ κοντά από τον κάδο μας. Και ο κάδος μας δεν έχασε την ευκαιρία. Χραπ! Τον άρπαξε και τον έκανε μια χαψιά. Επιτέλους! Αυτό ήταν ένα καλό γεύμα. Αποφάσισε από τότε να τρώει ένα παιδάκι κάθε μέρα.
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ: Βρείτε το τέλος της ιστορίας και κερδίστε ένα μαγευτικό κάδο για τα σκουπίδια σας.

Σάββατο, Απριλίου 21, 2007

Αλτ; Τις ει;

Αφού απέδειξα ότι δεν είμαι ομπρέλα, σκέφτηκα τι είμαι. Για ώρα τώρα κάθομαι στο σαλόνι και κοιτάω μέσα από τους τοίχους τους άλλους γύρω μου. Εφόσον μπορώ και βλέπω μέσα από συμπαγή αντικείμενα και αρκετά μακριά, καταλαβαίνεις ότι μου είναι εύκολο να πίνω τον καφέ μου το πρωί και να παρακολουθώ ό,τι κάνουν οι άνθρωποι γύρω μου.

Τώρα κοιτάω στην απέναντι πολυκατοικία μια γυναίκα που με μανία καθαρίζει και μιλάει μόνη της. Και καθαρίζει συνέχεια, συνέχεια, σαν το μαρτύριο του Σίσυφου. Μόνο που εκείνος είχε ξεγελάσει το Θάνατο. Η κυρία απέναντι δεν μπορεί καν να ξεγελάσει τη σκόνη.

Και σκέφτομαι. Τι πρέπει να κάνω; Τι είμαι; Και απαντώ. Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις χωρίς να βλάψεις τους άλλους, και δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλουν οι άλλοι χωρίς να βλάψεις τον εαυτό σου. Τουλάχιστον, ας μην εξευτελίζομαι.

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2007

Η Ομπρέλα

- Δεν αντέχω πια, είπε ένα πρωί η ομπρέλα απογοητευμένη. Στέκομαι όλη μέρα εδώ, άσκοπα και μαραζώνω. Αφού δε βρέχει σε αυτή τη χώρα, γιατί με αγοράσανε; Αισθάνομαι άχρηστη.
- Με δουλεύεις, είπε ο πυροσβεστήρας από τη γωνία. Ξέρεις πόσο καιρό κάθομαι εδώ; Και ούτε μια σπίθα.
- Ναι, αλλά αυτός είναι ο σκοπός της ζωής σου. Αν πιάσει φωτιά θα πεθάνεις.
- Μα, τι θάνατος! Έχεις δει ποτέ πυροσβεστήρα σε δράση; Μεγαλείο. Άσπρος αφρός, πανίσχυρος, ανίκητος. Και μετά στα χείλη όλων: «Πήρα τον πυροσβεστήρα και…», «Ευτυχώς είχα πυροσβεστήρα». Ααχ! Αυτό είναι.
- Μα η φωτιά είναι επικίνδυνη.
- Να τα πεις στον Προμηθέα αυτά. Άλλωστε, δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει ούτε μια μικρή φωτίτσα.
- Πσσστ! ακούστηκε μια φωνούλα.
- Ποιος είναι; ρώτησε η ομπρέλα.
- Εδώ, στο συρτάρι. Τα σπίρτα είμαι. Σας ακούω που παραπονιέστε. Δείτε και εμένα. Δεν καπνίζουν και με έχουν εδώ μέσα, κλειδωμένο. Και ξέρετε τι φλογίτσες κάνω εγώ; Με μια μυρωδιά φώσφορου. Μέχρι και ο Άντερσεν μας αναφέρει.
- Δε μου λες, είπε ο πυροσβεστήρας. Κάνουμε μια συμφωνία;
- Αμέ!
- Κάνε φλόγα, να πιάσει καμιά φωτιά.
- Τι λες εκεί; Θα καεί το σπίτι, είπε η ομπρέλα.
- Δεν είναι κακή ιδέα. Θα τους δείξω εγώ που με ξεχάσανε εδώ μέσα, είπε το κουτί με τα σπίρτα.

Και έτσι έγινε. Τα σπίρτα άναψαν μια μικρούλα φωτιά, που έφαγε το συρτάρι και έγινε πιο μεγάλη φωτιά. Οι άνθρωποι τινάχτηκαν πανικόβλητοι και άρπαξαν τον πυροσβεστήρα. Φσστ, μία… τίποτα. Φσστ, δύο τιποτα. Δε δούλευε. Οι άνθρωποι παγιδεύτηκαν μέσα. Ευτυχώς ήρθε η πυροσβεστική και άρχισε να ρίχνει τόνους νερό. Ήταν σαν να έβρεχε. Τότε οι άνθρωποι πήραν την ομπρέλα για να προστατευτούν και βγήκαν έξω.

Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

Σπουδή στην ομπρέλα

Ακολουθώντας την επιτυχημένη στρατηγική του Κοέλιο, ήτοι βρίσκω-θέμα-πουλάω-δεν-αλλάζω-θέμα-ο-κόσμος-να-χαλάσει, προσπαθώ να δώ τη ζωή μέσα από τα μάτια μιας ομπρέλας.
Αυτό και αν είναι ατυχία. Το να είσαι ομπρέλα στην Ελλάδα είναι σαν να είσαι ψυγείο στον Βόρειο Πόλο. Χειρότερα όμως. Βρέχει που και που, αρκετά για να σε κάνει να νοσταλγήσεις την χαρά της βροχής. Συνήθως στέκεσαι κρεμασμένη σε μια γωνία και σκονίζεσαι. Κάθε πρωί αντικρύζεις με απελπισία μια φωτεινή ηλιαχτίδα να σκίζει το χώρο. Μια ακόμη ηλιόλουστη μέρα.
Υπάρχει όμως και το χειρότερο. Μια ανοιχτή γκρίζα μέρα. Όχι σκούρα γκρίζα, που ο ήλιος παλεύει να δηλώσει ότι υπάρχει. Σε μια σκούρα γκρίζα μέρα θα βρέξει. Μιλάμε για μια ανοιχτή γκρίζα μέρα. Τότε που εκείνος κοιτά ανήσυχος από το παράθυρο. Και μετά σε κοιτά με ερωτηματικό. Αυτό σημαίνει ότι θα στριμωχτείς σε μια τσάντα με πορτοφόλια, κλειδιά και στυλό. Και δε θα βγεις από εκεί για την υπόλοιπη μέρα.
Υπάρχει όμως κάτι που κάνει τα σύρματά σου να παγώνουν. Το βεβιασμένο ξημέρωμα μιας γκρίζας μέρας. Μιας μέρας που αρχίζει με βροχή. Μια βροχή που δε συνοδεύεται από την μελωδία των σταγόνων αλλά από το συριστικό βουητό του αέρα. Του αέρα που χτυπάει τα μέταλλα του μπαλκονιού σαν να είναι θριαμβευτικά τύμπανα. Του αέρα που πετά κάτω γλάστρες. Του αέρα που σπάει ομπρέλες. Και βγαίνεις στο δρόμο με την ελπίδα να είναι αρκετά έξυπνος εκείνος και να σε κρατάει κόντρα στον αέρα, κόντρα στον θάνατο. Και σφίγγεσαι όταν βλέπεις σε κάδους ξεψυχισμένες ομπρέλες.

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

Η ματαιότητα της ομπρέλας

Ένα από τα πιο γελοία θεάματα που έχει να επιδείξει το ανθρώπινο γένος είναι η ομπρέλα. Δεν έχω ιδέα ποιος διαστρεμμένος σαδιστής εφηύρε τον πιο γελοίο τρόπο ν’ αποδείξει τη ματαιότητα. Βρέχει! Ε, και; Υπήρχαν άνθρωποι – που στα μάτια μας θα φαινόταν σαν ερυθρόδερμα κοτόπουλα με κακό γούστο – που χόρευαν προσευχόμενοι να βρέξει. Είναι μια φυσική, ευεργετική διαδικασία. Ακόμη και οι δυνάμεις μου είναι ανίσχυρες μπροστά στα φυσικά φαινόμενα. Μπορώ να δω μια σταγόνα να πέφτει από ψηλά, αλλά τότε είναι ήδη αργά. Έτσι, εκτός από τον Κηφισό και την απίθανη περίπτωση να είσαι από ζάχαρη, είναι ανόητο να προσπαθείς να την αποφύγεις.
Και όμως το κάνουμε. Ανοίγουμε την ομπρέλα μας, κρυβόμαστε όπως όπως από κάτω και προσπαθούμε να ελαττώσουμε το κακό. Στην πραγματικότητα όμως για να περπατήσουμε πρέπει να βγάλουμε τα πόδια μας από το γελοίο καταφύγιό μας και να τα βρέξουμε. Επιπλέον, αν φυσάει, μοιάζουμε λίγο πιο ηλίθιοι από το Κογιότ που βγάζει την ομπρέλα του όταν πέφτει ο βράχος. Το μόνο που τελικά προστατεύεται είναι το κεφάλι. Και όμως...Η αποστολή θεωρείται επιτυχής.
Διευκρινίζω ότι ενοχλούμαι όταν βρέχει. Καταφεύγω και εγώ σ’ εκείνο το χρωματιστό αδιάβροχο πανί που κρυμμένο λαχταράει να ξεδιπλωθεί. Άλλωστε συχνά φοράω γυαλιά και η βροχή έχει άμεση επίδραση στην όρασή μου. Γιατί όσο και να με διασκεδάζει αυτή η διάστικτη όραση, είναι επικίνδυνη. Πάντως όταν βρέχει φτιάχνω την ίδια εικόνα στο μυαλό μου: εγώ και εκείνος, βρεγμένοι ως το κόκαλο, γελάμε με τα μαλλιά μας που στάζουν. Απλώνουμε τα ρούχα στο καλοριφέρ, σκουπίζουμε ο ένας τον άλλο και πίνουμε ένα ζεστό ακούγοντας την βροχή.