Μια φορά και ένα καιρό ήταν σε ένα μικρό χωριό ζούσε ένας χωρικός. Δε θα διέφερε σε τίποτα από τους άλλους χωρικούς, αν δεν έκανε κάτι πολύ περίεργο. Κάθε πρωί, αφού σηκωνόταν από το αχυρένιο κρεβάτι του, πήγαινε σε μια γωνιά του μικρού χωραφιού του, και έχεζε εκεί.
Όλοι τον σιχαινόταν, οι γείτονές του τον μισούσαν γιατί η μπόχα έμπαινε στο σπίτι τους. Όμως εκείνος δε σταμάτησε. Κάθε πρωί, πρόσθετε λίγα σκατά ακόμα στη γωνιά του χωραφιού του.
Και κάποτε, όταν πέρασε ο καιρός, ένα λουλούδι φύτρωσε εκεί. Kαι από το λίπασμα, μεγάλωσε και έγινε τεράστιο και κάλυψε όλο το χωράφι. Και κάλυψε όλο το χωριό και κάλυψε όλο το κόσμο.
Όλοι τον σιχαινόταν, οι γείτονές του τον μισούσαν γιατί η μπόχα έμπαινε στο σπίτι τους. Όμως εκείνος δε σταμάτησε. Κάθε πρωί, πρόσθετε λίγα σκατά ακόμα στη γωνιά του χωραφιού του.
Και κάποτε, όταν πέρασε ο καιρός, ένα λουλούδι φύτρωσε εκεί. Kαι από το λίπασμα, μεγάλωσε και έγινε τεράστιο και κάλυψε όλο το χωράφι. Και κάλυψε όλο το χωριό και κάλυψε όλο το κόσμο.